Jannis: Από τη Ναόμι Κάμπελ, τρόφιμος ψυχιατρείου
Showbiz

Jannis: Από τη Ναόμι Κάμπελ, τρόφιμος ψυχιατρείου

Το να μιλάς όποτε έχεις τα κέφια σου με τη Ναόμι Κάμπελ και το να ζεις από τον λαμπερό χώρο της μόδας σίγουρα υποδηλώνει και την κυριαρχία σου σ’ αυτόν. Αυτός είναι ο Έλληνας Γιάννης Τσιπουλάνης, από τους πλέον περιζήτητους φωτογράφους της showbiz.


Η βιογραφία του θα κυκλοφορήσει παγκοσμίως και σύντομα θα μεταφραστεί και στα ελληνικά, αφού είναι γραμμένο στα αγγλικά. Στην αυτοβιογραφία του ο Jannis με παιδική ειλικρίνεια αναφέρει ότι μέσα από τα ψυχότροπα, τις ουσίες, την ξέφρενη ζωή και κυρίως λόγω του ασυμβίβαστου και ανυπότακτου χαρακτήρα του οδηγήθηκε δύο φορές στο άσυλο Εσκιρόλ, στο προάστιο του Παρισιού Σαραντόν, εκεί όπου είχε φυλακισθεί με εντολή του Ναπολέοντα για χρόνια ο μαρκήσιος Ντε Σαντ. Επιπλέον ο Jannis οδηγήθηκε στο άσυλο επειδή πίστευε πως τα πάντα έχουν να κάνουν με το στιλ, που βεβαίως δεν νοιάζεται για αξίες όπως η αλήθεια, η Δικαιοσύνη, η αφοσίωση, η ακεραιότητα, η τιμιότητα, η αγνότητα, η μετριοφροσύνη κ.λπ. Πίστευε πως θα αιχμαλώτιζε τα ψέματα, την αδικία, την προδοσία, την ανηθικότητα, την ερωτική ασυδοσία, τη ματαιοδοξία, την ατιμία και μέσα από τον φακό του θα τα ελευθέρωνε γεμάτα ομορφιά και τελειότητα. Ο Κωνσταντίνος Κοτάκης που έχει αναλάβει να μεταφράσει την βιογραφία του αποκαλύπτει ένα από τα πιο ανατριχιαστικά αποσπάσματα του βιβλίου, όπου ο Jannis, τρόφιμος ψυχιατρείου, από τις παραισθήσεις νομίζει ότι συνομιλεί με τον μαρκήσιο ντε Σαντ: «...Πάντα υπάρχει μια ποινή. Αυτή τη φορά ήταν φρενοβλαβείς φονιάδες, παιδεραστές, γριές ξεδοντιασμένες, μάγισσες με άσπρα, ξέπλεκα μαλλιά, βρόμικοι άντρες, οι απόκοσμοι θόρυβοι του φρενοκομείου, που μερικές φορές αντηχούσαν τη σιωπή, όπως ίσως συμβαίνει σε ένα ενυδρείο. Κλειδωμένες πόρτες, αμπαρωμένα παράθυρα, τραχύ φως παντού. Βρoμεροί νιπτήρες, λεκάνες χωρίς σκέπασμα, νερό που έτρεχε ασταμάτητα δίχως να καθαρίζει τις κηλίδες, η μυρωδιά μεταλλική. Ο Jannis προσπάθησε να ανασάνει. Η εμετική δυσοσμία από άπλυτα κορμιά, υπολείμματα από σμήγμα και ξεραμένο αίμα κολλημένο σε κρύα, παγωμένη σάρκα πλανιόταν παντού. Αποφάσισε να πεθάνει κρατώντας την αναπνοή του, όπως έκανε όταν ήταν παιδί. Δεν μπορούσε άλλο. Δάγκωσε λυσσασμένα τα χείλη του, ήθελε να τα ματώσει. Το μάτωμα ήταν καταφύγιό του τότε, μπορούσε να γίνει και τώρα. Δεν υπήρχε άλλο αίμα. Το μόνο που είχε ξεμείνει ήταν ο πόνος. Ακίνητος, ξαπλωμένος στο ελεεινό κρεβάτι του Esquirol ένιωσε το κόκκινο να τον πλημμυρίζει».

πηγή:espresso

©2010-2024 Gossip-tv.gr - All rights reserved