
Λούις Άρμστρονγκ: Η ζωή και η καριέρα του κορυφαίου τρομπετίστα της τζαζ
Ο Λούις Άρμστρονγκ πέθανε σαν σήμερα στις 6 Ιουλίου 1971.
Υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής της τζαζ και του μπλουζ.

Στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, ο Άρμστρονγκ διακρίθηκε ως βιρτουόζος της κορνέτας και της τρομπέτας. Οι πιο σημαντικές από τις πρώτες του ηχογραφήσεις αναδείχθηκαν μέσα από τα μουσικά σχήματα των Hot Five και Hot Seven και οι αυτοσχεδιασμοί του Άρμστρονγκ σε αυτές, αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την μελωδικότητά, τις καινοτομίες και τον εκλεπτυσμό τους. Είχε επίσης σημαντική συνεισφορά στην ανάδειξη του ρόλου τού σολίστα, συμβάλλοντας στη μετατροπή του είδους της τζαζ, από μια συλλογική κατά βάση μουσική, σε μορφή τέχνης με μεγάλα περιθώρια αυτόνομης έκφρασης του μουσικού.

Στην πορεία των χρόνων, ο Άρμστρονγκ ενδιαφέρθηκε έντονα και για το τραγούδι. Αν και δεν ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποίησε, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό και κατέστησε δημοφιλές, το αποκαλούμενο «σκατ» τραγούδι (scat singing), δηλαδή τραγούδι χωρίς λόγια, με άναρθρους φθόγγους, το οποίο και ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό του.

Κατά τη διάρκεια της μουσικής του σταδιοδρομίας, συνεργάστηκε είτε ως τραγουδιστής είτε ως τρομπετίστας, με μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, μεταξύ αυτών ο Ντιούκ Έλινγκτον, η Έλλα Φιτζέραλντ, ο Μπινγκ Κρόσμπι, ο Φλέτσερ Χέντερσον και η Μπέσι Σμιθ. Με την Έλλα Φιτζέραλντ ηχογράφησε συνολικά τρεις δίσκους: Ella and Louis, Ella and Louis Again και Porgy and Bess. Οι τελευταίες σημαντικές του ηχογραφήσεις καταγράφονται στη δεκαετία του 1950 ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης δισκογραφίας του χαρακτηρίζεται συνήθως από τους κριτικούς ως υπεραπλουστευτικό ή τυποποιημένο, αν και δεν του στέρησε την εμπορική απήχηση. Μία από τις τελευταίες εμπορικές επιτυχίες του Άρμστρονγκ υπήρξε η ερμηνεία του στο τραγούδι «What a Wonderful World» (1968), το οποίο παρέμεινε στην κορυφή των βρετανικών μουσικών καταλόγων για ένα μήνα, ενώ το 1987 χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Good Morning, Vietnam και γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.

Ο Λούις Άρμστρονγκ επηρεάστηκε από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, πέρα από τη τζαζ και το μπλουζ, τη λαϊκή λατινοαμερικανική παράδοση, τις κλασικές συμφωνίες και την όπερα και ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών στις εμφανίσεις του.