Showbiz

Γιάννης Βογιατζής για παλιό ελληνικό κινηματογράφο: «Ήταν τα ήθη και τα έθιμα μίας ολόκληρης εποχής»

Ο Γιάννης Βογιατζής, μιλώντας για τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου που ο ίδιος έζησε σε κάθε έκφανσή του, αναφέρθηκε στα όσα άφησε πίσω της κάθε ταινία που βλέπουμε και αγαπάμε... 

Θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια τι έχει απομείνει από την εποχή που άκμασε ο ελληνικός κινηματογράφος, όπως όλοι τον γνωρίζουμε, αν ήμασταν σε θέση να έχουμε μια σχετικά πλήρη εικόνα των διεργασιών που γίνονται σήμερα στον χώρο αυτό. Ποιες είναι δηλαδή οι σκέψεις, οι προβληματισμοί, οι στόχοι των νέων δημιουργών όσον αφορά τον κινηματογράφο που φιλοδοξούν να υπηρετήσουν.

Γιάννης Βογιατζής: «Το μυστικό της ζωής είναι να μην σκέφτεσαι τον θάνατο και να μην είσαι...»

Ξέρουμε όλοι μας πολύ καλά πως όσο σημαντικό και αν είναι κάτι που έχει γίνει, σε οποιονδήποτε χώρο και αν έχει σημειωθεί μια σχετική επιτυχία, είναι η συνέχεια που διασφαλίζει τη σημασία και το νόημα οποιασδήποτε προσπάθειας και οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Μελετώντας τον κινηματογράφο των δεκαετιών του '50, του '60 και του ’70, παρουσιάζει τούτο το παράδοξο: αν και δημιουργήθηκε μέσα σε συνθήκες που συχνά δεν αποσκοπούσαν σε κάτι ξεχωριστό, δηλαδή δεν διακρινόταν για μια συνειδητή πρόθεση να διεκδικήσει μια θέση σε έναν μέλλοντα χρόνο, πέραν μιας εύλογης διάρκειας, κατάφερε να αποτυπώσει σ’ έναν μεγάλο αριθμό ταινιών τα ήθη και τα έθιμα — τόσο κοινωνικού όσο και ιδιωτικού δικαίου — μιας ολόκληρης εποχής. Και μάλιστα, όχι μόνο με ακρίβεια, αλλά και με μια ποιητική διάθεση, διαφορετικά θα ήταν αδύνατον, ενώ έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων όσο και στις σχέσεις τους με την κοινωνία, οι ταινίες αυτές να συγκινούν, κυρίως μ’ έναν τρόπο όπως ακριβώς ένα μικρό παιδί που ακούει για πολλοστή φορά με απόλαυση το ίδιο παραμύθι.

Φαίνεται κάτι απίθανο να ζει κανείς σε μια εποχή, όπως η δική μας, στην οποία, αν μη τι άλλο, απολαμβάνουμε έστω και μια εικονική συχνά ευμάρεια και ελευθερία, και να νοσταλγούμε εποχές φτώχειας και ταλαιπωρίας, όπως αποδεικνύει η σχεδόν μανιακή παρακολούθηση των ταινιών των δεκαετιών που ήδη σημειώσαμε. Από νέους μάλιστα ανθρώπους που θα ήταν αδύνατον να στερηθούν μια ελευθερία, αν όχι απαγορευμένη, οπωσδήποτε κατακριτέα τόσο σε προσωπικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο, στην περιλάλητη τριακονταετία της ακμής του ελληνικού κινηματογράφου.

Και δεν νομίζω πως οφείλεται σε μια τάση που υπάρχει πάντα σε όλες τις εποχές, να εξιδανικεύεται καθετί που έχει γίνει παρελθόν μόνο και μόνο γιατί είναι κάτι που δεν υπάρχει πια. Κατά τη γνώμη μου, η επιβίωση αυτή αλλά και η νοσταλγία για εποχές που όσοι τις έζησαν δεν θα ήθελαν να τις ξαναζήσουν, έστω κι αν αυτό θα σήμαινε πως θα αποκτούσαν ξανά τα νιάτα τους, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στους συγγραφείς. Σακελλάριος, Πρετεντέρης, Γιαννακόπουλος, Τσιφόρος, Βασιλειάδης, Γιαλαμάς και πλείστοι όσοι άλλοι, καταγράφοντας με ένα λεξιλόγιο βατό και προσιτό στον καθένα μια φαινομενικά κανονική συμπεριφορά αλλά και μια συμπεριφορά σαν αδιευκρίνιστη ή παράλογη, γνώριζαν να τις συνδέουν με το κλίμα μιας γενικότερης νοοτροπίας, όπου μέσα του συναντιούνταν και αναγνωρίζονταν άνθρωποι τελείως διαφορετικής κοινωνικής τάξεως, μορφωτικού επιπέδου, ακόμη και ηλικίας και φιλοδοξιών.

Σε όλες ανεξαιρέτως τις ταινίες υπάρχει ένα πρόσωπο με το οποίο ο καθένας μπορούσε να ταυτιστεί ή ένα πρόσωπο στο οποίο κανείς δεν θα ήθελε να μοιάσει. Αυτή η δυνατότητα ταύτισης αλλά και μη ταύτισης δημιουργούσε μια προσωπική συναισθηματική σχέση, οποιοδήποτε κι αν ήταν το περιεχόμενο της ταινίας. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «μήνυμα» γιατί μια ταινία, ακόμα και με εξαιρετικά μηνύματα, αποκτά συνήθως έναν βαρύγδουπο χαρακτήρα που δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει κανείς. Ενώ το περιεχόμενο, με το να προϋποθέτει πάντα μια συγκεκριμένη ιστορία που μπορείς να την αφηγηθείς, εγκαθιστά μια ταινία για πάντα μέσα σου».

Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ

Διαβάστε επίσης:

© 2010-2025 Gossip-tv.gr - All rights reserved