Βασίλης Μπισμπίκης: «Κατέρρευσα ψυχικά τελείως περίπου πριν έξι χρόνια»
Ο Βασίλης Μπισμπίκης από την εφηβεία του μέχρι σήμερα, στα 45 του, έζησε μια άναρχη ζωή επιλέγοντας συνειδητά το περιθώριο από τα glam φώτα.
Ο ηθοποιός σε πρόσφατη συνέντευξή του ανέφερε πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη και αν έφτασε σε σημείο να καταρρεύσει.
Πώς ένα λαϊκό παιδί, όπως λένε, αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη;
Δεν υπάρχει εξήγηση, η ζωή μου το έφερε μπροστά μου. Είχα δει τα «Κόκκινα Φανάρια» από έναν ερασιτεχνικό θίασο στο Λουτράκι και με γοήτευσε. Δεν είχα καμία άλλη διέξοδο και είπα ας πάω δυο φορές την εβδομάδα σε μια ερασιτεχνική ομάδα, να ασχολούμαι με κάτι. Συμμετείχα τότε στην «Ελένη» του Ευρυπίδη και επειδή κερδίσαμε σε ένα φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου μας έδωσαν για ένα βράδυ το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Οπότε, από το πουθενά έπαιξα στην Επίδαυρο. Εκεί με είδε ο Τάσος Ρούσσος, που ήταν διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, και μου είπε ότι πρέπει να γίνω ηθοποιός. Έτσι μου καρφώθηκε η ιδέα, μέχρι τότε δούλευα κρουπιέρης στο καζίνο.
Άλλο πάλι αυτό! Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Χάλια. Δεν πέρασα καθόλου ωραία. Μιζέρια. Ερχόντουσαν αγρότες από τις γύρω περιοχές, φτωχοί άνθρωποι, και χάλαγαν όλη τους την περιουσία σε ένα βράδυ, σακατεύονταν. Τι χαρά να πάρεις από αυτό; Έχω δει ανθρώπους να λιποθυμούν πάνω στο τραπέζι. Ένας τύπος τα είχε χάσει όλα, άσπρισε, έπεσε κάτω, τον έβγαλαν έξω σηκωτό. Τους έλεγα, ενώ δεν έπρεπε, «φύγε, ρε παιδί μου», αλλά ο άλλος πάνω στην τρέλα του δεν άκουγε κανέναν.
Τι μάθημα πήρες από αυτή την εμπειρία;
Ότι το πάθος μπορεί να γίνει η καταστροφή σου, να γίνει αρρώστια. Ό,τι γίνεται εξάρτηση είναι αρρώστια. Η ψυχή μου γαλήνεψε όταν ασχολήθηκα με το θέατρο. Μέχρι τότε άλλαζα δουλειές, δεν ευχαριστιόμουν με τίποτα, είχα μέσα μου ένα ανυπόφορο συναίσθημα, σαν να ήταν πειραγμένη η ψυχή μου.
Ανακάλυψες με τα χρόνια τι σε έκανε να νιώθεις έτσι;
Με βοήθησε η ψυχανάλυση που κάνω χρόνια. Προφανώς όλα έχουν να κάνουν με την παιδική ηλικία. Η αποδοχή είναι το θέμα μας, αυτό συμβαίνει στο 90 % τω ν ανθρώπων. Την αποδοχή αναζητάμε. Προφανώς , επειδή ήμουν ένα ιδιαίτερo παιδί, δεν μπορούσαν να με καταλάβουν. Σταμάτησα το σχολείο ήμουν punk με ένα μπλε λοφίο, δαχτυλοδεικτούμενος. Όχι μόνο αποδοχή δεν είχα, με έβλεπαν και έφευγαν μακριά. Αυτό μέσα μου με έτρωγε. Και μη νομίζεις ότι λύνεται ποτέ. Πριν από εφτά χρόνια άρχισα να νιώθω καλύτερα με τον εαυτό μου.
Αναζητούσες βέβαια την αποδοχή, όπως μου λες, αλλά από την άλλη μπήκες σε μια δουλειά στην οποία κρίνεσαι συνεχώς.
Οι περισσότερο άνθρωποι που κάνουμε αυτές τις δουλειές γι’ αυτόν το λόγο τις κάνουμε , απλώς δεν είναι συνειδητό. Για την αποδοχή θέλουμε να γίνουμε «κάποιοι», για να μας χειροκροτάνε οι άλλοι . Μετά από λίγο καιρό, βέβαια, καταλαβαίνεις ότι το χειροκρότημα μόνο δεν φτάνει . Εκεί είναι που καταρρέεις.
Έφτασες στο σημείο να καταρρεύσεις;
Κατέρρευσα ψυχικά τελείως περίπου πριν από έξι χρόνια Έπαθα κρίση πανικού, φοβερό breakdown. Παρόλο που ήδη είχα κάνει καλές δουλειές, παρόλο που έκανα και ψυχανάλυση. Ζητούσα την αποδοχή από κάποιον που εγώ τουλάχιστον, θεωρούσα κορυφαίο στο σινάφι μου. Δεν την πήρα και εκεί έσπασε το «σπυρί». Έσκασε αυτό που είχα μαζεμένο μέσα μου χρόνια. Τότε άνοιξα το Cartel, άρχισα να σκηνοθετώ, σταμάτησα να ενδιαφέρομαι για το τι θα πει ο κόσμος.
Άρα ο aggresive αναρχικός με το μπλε λοφίο ήταν στην πραγματικότητα ένας υπερευαίσθητος τύπος;
Εννοείται ότι είμαι υπερευαίσθητος. Γι' αυτό αγαπάω το περιθώριο και καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους.
Περιθώριο τι σημαίνει;
Προδομένα όνειρα. Άνθρωποι που για κάποιον εξωτερικό λόγο εμβολίστηκαν από τα όνειρα τους και μπήκαν σε σκοτεινούς δρόμους προσπαθώντας να μουδιάζουν την ψυχή τους με οποιονδήποτε τρόπο. Με άσκοπα γ@μήσια, με το να ξεφτιλίζονται, να πέφτουν στις πρέζες, να καταρρέουν στην Ομόνοια.
Το έχεις ζήσει;
Το έχω δει και από κάποια πράγματα που έχω περάσει. Ήμουν στο περιθώριο. Και εκεί ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι τρομερά ευαίσθητοι και τους αγάπησα βαθιά. Με γοητεύουν οι ψυχώσεις τους, η ματιά τους, ότι ξεπερνάνε τα όρια. Για ένα διάστημα, στα 17-18 μου, έμενα σε ένα από αυτά τα λούμπεν ξενοδοχεία της Ομόνοιας, τα διαλυμένα, με τον τσοντοκινηματογράφο στο ισόγειο. Δεν είχε ούτε τουαλέτα στο δωμάτιο, ήταν όλα κοινόχρηστα. Οι τοίχοι τσιγαρόχαρτα. Δίπλα μου έμενε μια trans που έβγαινε στην πιάτσα. Κάθε βράδυ, μόλις έφευγε ο πελάτης, μου χτυπούσε συνθηματικά τον τοίχο και πήγαινα δίπλα να κάνουμε παρέα. Φροντίζαμε ο ένας τον άλλον, τρώγαμε, συζητούσαμε. Δεν μπορώ να την ξεχάσω. Με γοήτευε απίστευτα. Την έχασα, δεν ξέρω τι απέγινε. Ακόμη πάω και βυθίζομαι στα στενά της Ομόνοιας όταν δεν είμαι καλά, ψυχολογικά, είναι ένα κομμάτι της ζωής μου ακόμη εκεί. Με συγκινεί. Έρχομαι πιο κοντά στον εαυτό μου. Βλέπω τους ανθρώπους στο δρόμο και λέω «έτσι ήμουν κι εγώ».
Πώς έφυγες από αυτό;
Είχα εγωισμούς μέσα μου, δεν ήθελα να καώ. Δεν ήμουν ένας μίζερος, εξαρτημένος τύπος. Το έκανα επειδή μου άρεσε.
Πηγή:Down Town