Κιμούλης: Μας έχουν μάθει, δυστυχώς, πως η συνύπαρξη με τον άλλο σχεδόν βιάζει τον ατομικό μας χώρο!
Με τη γνώση και το στοχαστικό βάθος που τον διακρίνουν, ο Γιώργος Κιμούλης δεν μιλά ποτέ επιφανειακά – ιδίως όταν πρόκειται για το θέατρο.
Με δηλώσεις του στον Μιχάλη Ροδόπουλο και το ΟΚ, ο μεγάλος πρωταγωνιστής καταθέτει έναν ουσιαστικό προβληματισμό για την ψυχολογία του ηθοποιού, τον ρόλο του «εγώ» στην καλλιτεχνική δημιουργία, τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην έπαρση και τον ναρκισσισμό και τις προκλήσεις της συνύπαρξης σε έναν χώρο όπου το προσωπικό ταυτίζεται απόλυτα με το καλλιτεχνικό.
Γιώργος Κιμούλης: «Αν αντέχεις τη χυδαιότητα, κινδυνεύεις να γίνεις σαν κι αυτούς!»

Ο ίδιος εξηγεί γιατί το δημιουργικό «εγώ» είναι απαραίτητο, αλλά και πώς το ανώριμο «εγώ» μπορεί να σαμποτάρει μια ολόκληρη παράσταση.
Χρειάζεται να έχει έπαρση κάποιος για να γίνει ηθοποιός;
«Όχι, η έπαρση εμπεριέχει το στοιχείο του είμαι καλύτερος από έναν άλλο. Το θέατρο στην πράξη δεν είναι αθλητισμός. Στην προετοιμασία, ίσως, είναι. Στην παράσταση, όχι. Ας μην μπερδεύουμε τον ναρκισσισμό με την έπαρση. Άλλωστε η έπαρση έχει ως αντικείμενο τον άλλο, ενώ ο ναρκισσισμός τον εαυτό σου. Στο θέατρο ο ναρκισσισμός ίσως να είναι αναγκαίος, αλλά μόνο ως εργαλείο της τέχνης μας. Στη δική μας εργασία μέσο παραγωγής, εργάτης και προϊόν ταυτίζονται στο ίδιο σώμα. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση απόλυτης ταύτισης με το προϊόν μας. Εκεί που οι άλλοι εργαζόμενοι έχουν απόσταση από το προϊόν τους, εμείς νιώθουμε ότι το προϊόν που παράγουμε και ίσως έχει αξία είμαστε εμείς οι ίδιοι. Κι εκεί δημιουργείται αυτή η υπολανθάνουσα έπαρση.
Όταν λοιπόν πηγαίνουμε να συναντηθούμε με άλλους ανθρώπους για να δημιουργηθεί μια παράσταση και ο καθένας λειτουργεί επηρμένα, τότε οι εγωισμοί που αρχίζουν να αναδύονται και να τυφλώνουν ο ένας τον άλλο είναι τεράστιοι. Εκεί απαιτείται μια εξαιρετικά καλή διαχείριση από αυτόν ο οποίος, καλώς ή κακώς, άρχει μιας δουλειάς, είτε είναι σκηνοθέτης είτε θιασάρχης. Οφείλει, σεβόμενος τον άλλο, να τον πείσει ότι υπάρχουν δύο είδη εγωισμού: το ανώριμο παιδικό ή εφηβικό «εγώ» και το δημιουργικό «εγώ». Δυστυχώς είναι τόσο κολλημένα το ένα με το άλλο που είναι πάρα πολύ δύσκολη η απόξεση του πρώτου για να εμφανιστεί το δεύτερο.
Μόνο όμως τότε ένας ηθοποιός μπορεί να μπει στον κόσμο του άλλου ηθοποιού. Το αναγκαίο δημιουργικό «εγώ» είναι αυτό που οδηγεί στη συνύπαρξη. Το ανώριμο «εγώ» οδηγεί στην απομάκρυνση. Βέβαια μας έχουν μάθει, δυστυχώς, πως η συνύπαρξη με τον άλλο σχεδόν βιάζει τον ατομικό μας χώρο, γι’ αυτό τη φοβόμαστε και αυτοπροστατευόμαστε από τον άλλο με μανία. Αλλά είναι ψέμα. Ούτως ή άλλως, ο καθένας μας είναι μια αυτόνομη, αυθύπαρκτη και αυτοπροσδιοριζόμενη προσωπικότητα που δεν μπορεί να τη διαλύσει ο απέναντι.