Η συγκλονιστική μαρτυρία του Κούνδουρου για την δολοφονική επίθεση που δέχτηκε
-Από εκείνη τη βραδιά τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
«Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πούστη! ” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πούστης; Καλά το “πνίξ΄ τον”, το “πούστης” τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτάνα που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Ελληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν οι Ελληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι εμείς».
- Τι το ιδιαίτερο είχε το περιστατικό και σας κάνει να αισθάνεστε έτσι;
«Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ηθελαν να σκοτώσουν. Εναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ηταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ό,τι είχα. Μπήκαν σε ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να τους δώσω ό,τι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
- Ετυχε να συναντηθείτε με αλλοδαπό μετά το περιστατικό; Και αν ναι,τι έγινε;
«Μετά το επεισόδιο βρέθηκα συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο ενός φίλου δικηγόρου. Ηρθε ένας Πακιστανός να καθαρίσει τα τζάμια. Του λέει ο φίλος “όχι”. Εγώ, που είχα περάσει αυτά που είχα περάσει, του λέω “δώσ΄ του κάτι του νεαρού, δεν πειράζει”. Του έδωσε λοιπόν ένα κέρμα. Το παίρνει ο Πακιστανός, το κοιτάζει και μας το πετά στα μούτρα. Πήδηξα έξω σαν να ΄μουν 18 χρόνων, τον έπιασα από τον σβέρκο και τον έσυρα με μια κακία, με ένα μίσος, στο αυτοκίνητο και του ΄πα “βρες το”. Από πίσω ο κόσμος έβλεπε την εικόνα ενός λευκού που έσουρνε έναν φουκαρά Πακιστανό σαν να ήταν σκύλος. Η εντύπω ση που έδωσα ήταν ότι η λευκή ράτσα ταλαιπωρούσε έναν φουκαρά πακιστανό σκύλο. Και όμως συνέβαινε το ανάποδο. Η παρεξήγηση είναι μέσα στη ζωή μας».
Πηγή: Βήμα